κουβεντιάζω — κουβεντιάζω, κουβέντιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουβεντιάζω — κουβέντιασα, κουβεντιάστηκα, κουβεντιασμένος 1. συζητώ, συνομιλώ. 2. συνεννοούμαι με κάποιον: Τα κουβεντιάσαμε και μείναμε σύμφωνοι. 3. κακολογώ, δυσφημώ: Τον κουβεντιάζουν στα καφενεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφοκουβεντιάζω — κουβεντιάζω κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek
ακουβέντιαστος — η, ο [κουβεντιάζω] 1. αυτός που δεν τόν κουβεντιάζουν με κακία, που δεν δίνει αφορμή για κουτσομπολιά 2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, ο δύστροπος … Dictionary of Greek
καλοκουβεντιάζω — 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά 2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.) 3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον 4. παροιμ. «όσο… … Dictionary of Greek
καλοσύντυχος — καλοσύντυχος, ον (Μ) κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»] … Dictionary of Greek